συναυτουργός

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

ο, η, Ν
δράστης εγκληματικής πράξης μαζί με άλλον ή άλλους, συμμέτοχος στη διάπραξη εγκλήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αὐτουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].