συνέχευα

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monotonic

συνέχευα: Επικ. αντί -έχεα, αόρ. αʹ του συγχέω.