συναινετικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό / συναινετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συναινῶ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συναίνεση ή αυτός που γίνεται με συναίνεση («συναινετικό διαζύγιο»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ συναινετικόν
αυτό που έγινε ύστερα από συναίνεση.