συνανασπώ

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
τραβώ προς τα επάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνασπῶ «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»].