συνδούλη

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

German (Pape)

[Seite 1009] ἡ, Mitsklavinn, Babr. 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fém. de σύνδουλος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. σύνδουλος.

Russian (Dvoretsky)

συνδούλη:подруга по рабству Babr.