συνδρόμως
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
French (Bailly abrégé)
adv.
concurremment.
Étymologie: σύνδρομος.
Russian (Dvoretsky)
συνδρόμως:
1 наравне, не отставая, т. е. неутомимо (ἴχνος ῥινηλατεῖν Aesch.);
2 в согласии: τὸ πρός ἀλλήλους σ. ἔχειν Arst. взаимное совпадение.