θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
υῖα, ός;part. de σύνοιδα.
-υία, -ός / συνειδώς, -υῖα, -ός, ΝΑβλ. σύνοιδα.
συνειδώς: μτχ. του σύνοιδα.
συνειδώς: ότος ὁ соучастник, сообщник Thuc. etc.υῖα, ός part. к σύνοιδα.