συνειδώς

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

French (Bailly abrégé)

υῖα, ός;
part. de σύνοιδα.

Greek Monolingual

-υία, -ός / συνειδώς, -υῖα, -ός, ΝΑ
βλ. σύνοιδα.

Greek Monotonic

συνειδώς: μτχ. του σύνοιδα.

Russian (Dvoretsky)

συνειδώς: ότος ὁ соучастник, сообщник Thuc. etc.
υῖα, ός part. к σύνοιδα.