соучастник
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Russian > Greek
ομόκληρος, ὁμόχλαρος, μέτοχος, συγκοινωνός, συναίτιος, συνειδώς, συμπράκτωρ, συμπρήκτωρ, συμμέτοχος, σύμπλοος, σύμπλους, συγχορηγός