-άω, Αβγαίνω από τη θάλασσα κολυμπώντας μαζί με κάποιον ή συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκολυμβῶ «κολυμπώ πηδώντας στη θάλασσα από κάπου»].