συνεπίκουρος

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek Monolingual

ὁ, Μ
βοηθός, συμπαραστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπίκουρος «βοηθός»].