συνεπεσπόμην
From LSJ
English (LSJ)
Ion.aor. of συνεφέπομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπεσπόμην: Ἰων. ἀόρ. τοῦ συνεφέπομαι.
Greek Monotonic
συνεπεσπόμην: Ιων. αόρ. βʹ του συνεφέπομαι.
Full diacritics: συνεπεσπόμην | Medium diacritics: συνεπεσπόμην | Low diacritics: συνεπεσπόμην | Capitals: ΣΥΝΕΠΕΣΠΟΜΗΝ |
Transliteration A: synepespómēn | Transliteration B: synepespomēn | Transliteration C: synepespomin | Beta Code: sunepespo/mhn |
Ion.aor. of συνεφέπομαι.
συνεπεσπόμην: Ἰων. ἀόρ. τοῦ συνεφέπομαι.
συνεπεσπόμην: Ιων. αόρ. βʹ του συνεφέπομαι.