συνοδός
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
ο, η, Ν
1. αυτός που συνοδεύει κάποιον τιμητικά ή για ασφάλεια ή για να του δείξει το δρόμο
2. αστρον. χαρακτηρισμός του δευτερεύοντος μέλους ενός διπλού αστρικού συστήματος
3. φρ. «συνοδό πλοίο»
ναυτ. πολεμικό πλοίο το οποίο συνοδεύει μια νηοπομπή, έχοντας ως αποστολή την ασφάλεια της από εχθρικές ενέργειες, αλλ. πλοίο συνοδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύνοδος «συνοδοιπόρος, σύντροφος» με καταβιβασμό του τόνου].