νηοπομπή

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

η
ναυτ. σύνολο εμπορικών πλοίων τα οποία πλέουν μαζί προς τον ίδιο προορισμό και συνοδεύονται από μονάδες του πολεμικού ναυτικού για προστασία τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πομπή.