συνυπολαμβάνω
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
help in supporting, Gp.15.3.8.
Greek (Liddell-Scott)
συνυπολαμβάνω: ἀπὸ κοινοῦ ὑποστηρίζω, συνυποβοηθῶ, Γεωπον. 15. 3, 8.
Greek Monolingual
Μ
υποστηρίζω κάποιον από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑπολαμβάνω «υποστηρίζω, βοηθώ»].
German (Pape)
(λαμβάνω), mit aufnehmen od. unterstützen, Geop.