συναριθμώ

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

Greek Monolingual

συναριθμῶ, -έω, ΝΜΑ
αριθμώ κάτι μαζί με άλλο, συνυπολογίζω
αρχ.
1. κατατάσσω κάποιον ή κάτι στην ίδια κατηγορία με κάποιον ή κάτι άλλο
2. μέσ. συναριθμοῦμαι, -έομαι
συμμετέχω σε πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀριθμῶ «μετρώ, υπολογίζω» (< ἀριθμός)].