συσκοτασμός

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek (Liddell-Scott)

συσκοτασμός: ὁ, τὸ συσκοτάζειν, σκοτείνιασμα, Ὠριγέν. Ὁμ. 12 εἰς Ἑξαήμ. 9.

Greek Monolingual

ὁ, Α συσκοτάζω
σκοτείνιασμα.