συσκοτασμός

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek (Liddell-Scott)

συσκοτασμός: ὁ, τὸ συσκοτάζειν, σκοτείνιασμα, Ὠριγέν. Ὁμ. 12 εἰς Ἑξαήμ. 9.

Greek Monolingual

ὁ, Α συσκοτάζω
σκοτείνιασμα.