συσπειρώνω

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

Greek Monolingual

συσπειρῶ, -όω, ΝΑ
1. συστρέφω κάτι σπειροειδώς, κουλουριάζω, κουβαριάζω
2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σπειροῦμαι (< σπεῖρα)].