συσπειρώνω
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Greek Monolingual
συσπειρῶ, -όω, ΝΑ
1. συστρέφω κάτι σπειροειδώς, κουλουριάζω, κουβαριάζω
2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σπειροῦμαι (< σπεῖρα)].