συσπώ

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

συσπῶ, -άω, ΝΑ σπῶ
νεοελλ.
μέσ. συσπώμαι, -άομαι
(για μυ) υφίσταμαι ακούσια συστολή
αρχ.
1. συστέλλω, μαζεύω («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς», Λουκιαν.)
2. συρράπτω («τὰς διφθέρας συνῆγον καὶ συνέσπων», Ξεν.)
3. μέσ. σύρω μαζί μου
4. παθ. μαζεύομαι, ζαρώνω («συνεσπασμένους ὑπὸ νόσου», Διογ. Λαέρ.)
5. φρ. «λόγοι ἰσχνοί καὶ συνεσπασμένοι» — λόγια ξερά και συνεσταλμένα (Δίον. Αλ.).