σφάχτης

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, και σφάκτης, θηλ. σφάκτρια ΜΑ, και σφακτής Α σφάζω
φονιάς, δολοφόνος
νεοελλ.
σφαγέας
νεοελλ.-μσν.
οξύς πόνος στα πλευρά
αρχ.
το θηλ.σφάκτρια
ιέρεια.