σφαιροκύλιστος

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που κυλίεται σε κυκλική τροχιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + κυλῶ].