σφαιρόλιθος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
ο, Ν
(πετρογρ.) ο σφαιρουλίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σφαιρουλίτης].
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ο, Ν
(πετρογρ.) ο σφαιρουλίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σφαιρουλίτης].