σφαιρουλίτης
Greek Monolingual
ο, Ν
1. (παλαιόντ.) απολιθωμένο γένος δίθυρων μαλακίων που ανακαλύφθηκε σε θαλάσσιες αποθέσεις του κρητιδικού και ανήκει στην ομάδα τών ρουδιστών
2. (πετρογρ.) σφαιρικό σώμα που απαντά σε υαλώδη πετρώματα, τα συστατικά του οποίου είναι διατεταγμένα ακτινωτά γύρω από ένα ή περισσότερα κέντρα και η παρουσία του ερμηνεύεται ως αντιπροσωπευτική μορφή της γρήγορης ανάπτυξης ορυκτών σε μια ταχύτατα ψυχόμενη λάβα, αλλ. σφαιρόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spherulite < spherule (υποκορ. του λατ. sphaera < σφαίρα) + -ite].