σφριγηλότητα

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του σφριγηλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφριγηλός. Η λ., στον λόγιο τ. σφριγηλότης, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].