σχέμα

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source

Greek (Liddell-Scott)

σχέμα: Αἰολ. σχῆμα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (αιολ. τ.) βλ. σχήμα
2. (κατά τον Θεόγνωστ.) όχημα.