σχίστης

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σχίζω
νεοελλ.
1. αυτός που σχίζει ξύλα, λίθους κ.ά. αντικείμενα
2. κάθε λίθος που σχίζεται με ευκολία σε λεπτές επίπεδες πλάκες, σχιστόλιθος
αρχ.
αυτός που ανοίγει αυλάκια σε αγρό με αξίνα ή με άροτρο.