σχισμογενής
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
Greek Monolingual
-ές, Ν
αυτός που προήλθε από σχισμό (α. «σχισμογενής έδρα» — η έδρα που εμφανίζεται σε κρύσταλλο ως συνέπεια σχισμού
β. «σχισμογενές σχήμα» — το σχήμα που παίρνει ο κρύσταλλος ορυκτού μετά από σχισμό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχισμός + -γενής (< γένος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].