σχοινάκι

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

και σκοινάκι, το, Ν σχοινί
1. (με υποκορ. σημ.) μικρό σχοινί
2. είδος παιδικού παιχνιδιού.