σχοινάκι

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

και σκοινάκι, το, Ν σχοινί
1. (με υποκορ. σημ.) μικρό σχοινί
2. είδος παιδικού παιχνιδιού.