οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
σχολά leisure μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς (sc. ἐστί) (N. 10.46)
σχολά: (ᾰ) ἡ дор. = σχολή.