Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
το, Ν σώμα, -ατοςυποκορ.1. μικρό σώμα, κορμάκι2. λεπτό, κομψό, χαριτωμένο σώμα («έχει ένα σωματάκι εξαίσιο»).