σωματολογία

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

η, Ν
ανθρωπολ. κλάδος της ανθρωπολογίας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatology < σώμα, σώματος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Άνθ. Γαζή].