σωματοπλαστώ
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
-έω, Α
πλάθω, διαμορφώνω σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πλαστῶ (< -πλάστης < πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κηροπλαστώ].