σωρότερος

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωρότερος Medium diacritics: σωρότερος Low diacritics: σωρότερος Capitals: ΣΩΡΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: sōróteros Transliteration B: sōroteros Transliteration C: soroteros Beta Code: swro/teros

English (LSJ)

ὁ, large cup, PLond.1821.360; also fem., σωροτέρην ἀτάνυς σον ἐμοὶ παλάμῃφιν ἑάων Dioscorus in PLit.Lond.98 ii 14 (dub.).

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. σωροτέρη, Α
πλατύ αγγεῖο, πιθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. ο οποίος συνδέεται με τη λ. σωρός και εμφανίζει πιθ. την κατάλ. του συγκριτικού βαθμού -τερος].