σῶσμα

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek (Liddell-Scott)

σῶσμα: τό, διάσωσις, σωτηρία, Θεόδ. Στουδ. σ. 501D.