τάγγιση

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

και τάγκιση, η, Ν ταγγίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταγγίζω, αλλοίωση τών τροφίμων που περιέχουν λιπαρές ουσίες, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση δυσάρεστης οσμής και γεύσης και, ορισμένες φορές, από μεταβολή χρώματος του τροφίμου.