τάνκερ

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. διεθνής ονομασία του δεξαμενοπλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tank-er (βλ. λ. τανκ [Ι])].