τανκ

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
στρ. αγγλική ονομασία του άρματος μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tank < πορτογ. tanque, συντετμ. τ. του estanque < ρ. estancar «σταματώ, ανακόπτω»].
(II)
το, Ν
άκλ. μετρολ. ινδική μονάδα βάρους, ισοδύναμη με 4, 43 γραμμάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tank < țāk, λ. της γλώσσας Χίντι < αρχ. ινδ. țańka «τυπωμένο νόμισμα»].