τανκ

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
στρ. αγγλική ονομασία του άρματος μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tank < πορτογ. tanque, συντετμ. τ. του estanque < ρ. estancar «σταματώ, ανακόπτω»].
(II)
το, Ν
άκλ. μετρολ. ινδική μονάδα βάρους, ισοδύναμη με 4, 43 γραμμάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tank < țāk, λ. της γλώσσας Χίντι < αρχ. ινδ. țańka «τυπωμένο νόμισμα»].