τέμπο

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

το, Ν
1. μουσ. ρυθμική αγωγή
2. (γενικά) ο ρυθμός
3. φρ. «με το τέμπο του»
μτφ. με το πάσο του, χωρίς να βιάζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tempo < λατ. tempus, -oris «χρόνος»].