τέτευχα

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

French (Bailly abrégé)

pf. épq. et ion. de τεύχω;
pf. épq. et ion. de τυγχάνω.

Greek Monotonic

τέτευχα:I. παρακ. του τυγχάνω.
II. παρακ. του τεύχω.

Russian (Dvoretsky)

τέτευχα:
I эп. pf. к τεύχω.
II эп. pf. к τυγχάνω.