τέτοκα

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

French (Bailly abrégé)

pf. de τίκτω.

Greek Monotonic

τέτοκα: παρακ. του τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

τέτοκα: pf. к τίκτω.