τέτραμμαι

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de τρέπω.

Greek Monotonic

τέτραμμαι: Παθ. παρακ. του τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

τέτραμμαι: pf. pass. к τρέπω.