σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
pf. Pass. de τρέπω.
τέτραμμαι: Παθ. παρακ. του τρέπω.
τέτραμμαι: pf. pass. к τρέπω.