ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
see τρέπω.
τέτραπτο: Επικ. γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του τρέπω.
τέτραπτο: эп. 3 л. sing. ppf. pass. к τρέπω.