τίτης

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek (Liddell-Scott)

τίτης: ὁ, «τίται· εὔποροι, ἢ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων» Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

Middle Liddell

τῐ́της, ου, ὁ, Doric for τίτης = τιμωρός, avenger, Aesch.