ταυρομάχος
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monolingual
ο, Ν
επαγγελματίας που μετέχει σε ταυρομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ξιφο-μάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].