ταφόπετρα
From LSJ
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
η, Ν
1. επιτάφια πλάκα, ταφόπλακα («και το φως σου σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις», Σολωμ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) εχέμυθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + πέτρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυρ. Τρικούπη].