εχέμυθος

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἐχέμυθος, -ον)
αυτός που κρατάει για τον εαυτό του το μυστικό που του έχει εμπιστευθεί κάποιος, ο μυστικός, ο σιωπηλός
αρχ.
μυθικός, μυθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + μύθος].