τειχοκρουστώ

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

-έω, Μ
χτυπώ πάνω στο τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -κρουστῶ (< -κρούστης < κρούω)].