τελεσφόρηση

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

η / τελεσφόρησις, -ήσεως, ΝΜΑ τελεσφορῶ
νεοελλ.
1. ευόδωση, επιτυχής έκβαση, επιτυχία
2. αποτελεσματικότητα
μσν.-αρχ.
1. το να φέρει ή να έχει κάτι τέλειους, ώριμους καρπούς
2. πλήρης ωρίμαση, τέλεια ανάπτυξη.