τελματώνω

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

τελματῶ, -όω, ΝΜΑ τέλμα, -ατος]
μεταβάλλω σε τέλμα
νεοελλ.
μέσ. τελματώνομαι
μτφ. μένω στάσιμος, αποτελματώνομαι.