τερατογένεση

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(βιολ.-ιατρ.) α) σύνολο εξεργασιών που οδηγούν στην παραγωγή ενός τέρατος, ενός μορφολογικά και λειτουργικά ανώμαλου οργανισμού ως συνέπεια διαμαρτιών διάπλασης
β) η πειραματική παραγωγή ανωμαλιών ανάπτυξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teratogenesis (< τέρας, -ατος + γένεση)].