ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
ἡ, Μαφήγηση φανταστικών ή παράδοξων, αλλόκοτων πραγμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -μυθία (< -μυθος < μῦθος), πρβλ. στιχο-μυθία.