τερατομυθία

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

ἡ, Μ
αφήγηση φανταστικών ή παράδοξων, αλλόκοτων πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -μυθία (< -μυθος < μῦθος), πρβλ. στιχο-μυθία.